- χειροκρατία
- χειρο-κρατία, ἡ, das Faustrecht, das Recht des Stärkern, übh. gewaltsame Regierung
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
χειροκρατία — ἡ, Α η με την βία επικράτηση τού ισχυροτέρου, η επιβολή τής βίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + κρατία (< κράτης < κράτος), πρβλ. δημο κρατία] … Dictionary of Greek
χειροκρατίας — χειροκρατίᾱς , χειροκρατία right of might fem acc pl χειροκρατίᾱς , χειροκρατία right of might fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χειροκρατίαν — χειροκρατίᾱν , χειροκρατία right of might fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
MONAMACHIA — dicta est olim exercitatio, in qua duo inter se utplurimum dimicabant, vel ut ad bellicas pugnas ineundas fortitudinem et peritiam compararent: vel, ut in ludis, Amphitheatris, atque aliis publicis certaminibus coronas victoriae consequerentur,… … Hofmann J. Lexicon universale
χειρ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού λέξεων, ιδίως ονομάτων, όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λέξη χείρ, χειρός «χέρι». Τα σύνθετα με χειρ(ο) μπορεί να αναφέρονται γενικά στο χέρι, ενώ ειδικότερα δηλώνουν την ενέργεια που γίνεται … Dictionary of Greek
χειροκρατικός — ή, όν, Α [χειροκρατία] αυτός που ασκεί επιβολή με την βία, που φέρεται αυταρχικά («ἀριστοκρατία δὲ παρέπεται ὁ θηριώδης τρόπος τῆς πολιτείας καὶ χειροκρατικός», Πολ.) … Dictionary of Greek